-ή, -ό (Α ἀρκετός, -ή, -όν) αρκώο επαρκής, ο ικανοποιητικόςνεοελλ.(με αποδοκιμαστική σημασία) αυτός ο οποίος ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που πρέπει («έχει αρκετή πονηρία»)αρχ.το μέχρι το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια.