Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αρραγής
Greek Monolingual
-ές (AM ἀρραγής [-οῦς], -ές) 1. ο ακλόνητος, ο σταθερός 2. ο πολύ στερεός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ρωγμές 2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ.<α- στερ.+ -ρραγής<ερράγην, β' παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι].