ασκεπής

Greek Monolingual

(AM ἀσκεπής, -ές)
1. ο ασκέπαστος, ο ακάλυπτος
2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σκεπής < σκέπας, σκέπος.