ασπιδόδηκτος

Greek Monolingual

ἀσπιδόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που τον δάγκωσε ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -δηκτος < δάκνω (πρβλ. άδηκτος, καρδιόδηκτος)].