αστεϊσμός

Greek Monolingual

ο (AM ἀστεϊσμός) αστεΐζομαι
νεοελλ.
1. το να αστειεύεται κανείς
2. πληθ. τα αστεία, τα χωρατά
αρχ.
είδος ποιητικής ή ρητορικής ειρωνείας.