ασυναγώνιστος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που βρίσκεται εκτός συναγωνισμού, ο ακαταγώνιστος
2. (για τιμές εμπορευμάτων) ο υπερβολικά χαμηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + συναγωνίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Ανέστη Κωνσταντινίδη].