ασύχναστος
Greek Monolingual
-η, -ο
(για τόπους) αυτός στον οποίο δεν συχνάζουν άνθρωποι, απόκεντρος, ερημικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συχνάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό (1778- 1850)].
-η, -ο
(για τόπους) αυτός στον οποίο δεν συχνάζουν άνθρωποι, απόκεντρος, ερημικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συχνάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό (1778- 1850)].