ατμόμυλος

Greek Monolingual

ο
μύλος που κινείται με ατμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + μύλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].