ατρεμής

Greek Monolingual

ἀτρεμής, -ές (AM) τρέμω
1. αυτός που δεν τρέμει, ακίνητος
2. ήρεμος, ατάραχος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτρεμές
ηρεμία, ησυχία.