αυτολήκυθος

Greek Monolingual

αὐτολήκυθος, ο (Α)
1. αυτός που μεταφέρει μόνος του τη λήκυθο, που δεν έχει δούλο
2. συνεκδ. υπερβολικά φτωχός, άθλιος
3. κόλακας, παράσιτο.