Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αψέντι
Greek Monolingual
το 1. η αψιθιά 2. οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται από φύλλα αψιθιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. <γαλλ.absinthe<λατ.absinthium<αρχ.αψίνθιον, υποκορ. του άψινθος].