αἰγίβοσκος

Greek (Liddell-Scott)

αἰγίβοσκος: γῆ, «ἡ ἐπιτηδεία αἶγας βόσκειν», Ζωναρ.

Spanish (DGE)

-ον que apacienta cabras γῆ Zonar.s.u. αἰγίβολος.