αἰγίοθος

English (LSJ)

ὁ, v. sub αἴγιθος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. αἴγιθος, oiseau.

Greek (Liddell-Scott)

αἰγίοθος: ὁ, ἰδὲ ἐν λ. αἴγιθος.

Russian (Dvoretsky)

αἰγίοθος: ὁ Arst. = αἴγιθος.