ὁ, v. sub αἴγιθος.
ου (ὁ) :c. αἴγιθος, oiseau.
αἰγίοθος: ὁ, ἰδὲ ἐν λ. αἴγιθος.
αἰγίοθος: ὁ Arst. = αἴγιθος.