αἰγοκερεύς

English (LSJ)

-έως, Ionic ῆος, ὁ, = αἰγόκερως II, Arat. 386, QS. 1.356.

Greek (Liddell-Scott)

αἰγοκερεύς: έως, Ἰων. ῆος, ὁ, = τῷ ἑπομ. Π. Ἄρατ. 386.

German (Pape)

ὁ, Steinbock, auch vom Sternbild, Arat. Phaen. 386.