αἰθρήεις

English (LSJ)

αἰθρήεσσα, αἰθρήεν, = αἴθριος, Pherenic. ap. Sch.Pi.O. 3.28, Opp.C.4.73.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
etéreo, situado en el éter, δρόμος ... Βορέαο Pherenicus SHell.671, cf. Opp.C.4.73.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθρήεις: εσσα, εν, = αἴθριος, Φερένικ. παρὰ Σχολ. Πινδ. Ο. 3. 28, Ὀππ. Κ. 4, 73.

German (Pape)

αἰθρηγενέτης, Boreas, Opp. C. 4.73; vgl. Schol. Pind. Ol. 3.28.