αἰλουροβοσκός

English (LSJ)

ὁ, keeper of sacred cats, PSI4.440.2 (iii B. C.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
cuidador de gatos sagrados οἱ ἱερόδουλοι τῆς Βουβάστιος ὄντες αἰλουροβοσκοί PCair.Zen.451.2 (III a.C.).