αἰολοθώρηξ
English (LSJ)
ηκος, ὁ, with glancing breastplate, Il.4.489, Hymn.Mag.2(2).16.
Spanish (DGE)
-ηκος, ὁ
el de la coraza de brillos cambiantes, Ἄντιφος αἰ. Il.4.489, cf. 16.173, de Helios Hymn.Mag.11.16.
French (Bailly abrégé)
ηκος (ὁ, ἡ)
ion.
à la cuirasse étincelante.
Étymologie: αἰόλος, θώραξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰολοθώρηξ -ηκος αἰόλος, θώραξ Ion., met schitterend kuras of harnas.
German (Pape)
ηκος, sich rasch im Panzer bewegend, Hom. zweimal, als Versende, Il. 4.489, 16.173; Buttmann Lexil. 2.73 ff.
Russian (Dvoretsky)
αἰολοθώρηξ: ηκος adj. одетый в пеструю или сверкающую броню (Μενέσθιος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰολοθώρηξ: ηκος, ὁ ἔχων ποικίλως ἀπαστράπτοντα θώρακα ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐντὸς τοῦ θώρακός του (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Δ. 489.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
αἰολοθώρηξ: -ηκος, ὁ, αυτός που έχει αστραφτερό, απαστράπτοντα θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
with glancing breastplate, Il.
Léxico de magia
ὁ de reluciente coraza de Helios χαῖρε, πυρὸς ταμία ... πυρισθενές, αἰολοθώρηξ te saludo, administrador del fuego, poderoso por el fuego, de reluciente coraza P II 90