αἰολόδερμος

Greek (Liddell-Scott)

αἰολόδερμος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλον δέρμα, Ψευδο-Θεόκρ. ἐν Βοασσον. Βουκ. 268.

Spanish (DGE)

-ον de piel moteada Gr.Naz.M.37.766.

German (Pape)

mit buntem Felle, sp.D.