αἰολόδωρος

English (LSJ)

αἰολόδωρον, bestowing various gifts, Epimenid.19.

Spanish (DGE)

-ον
que otorga variados dones Ἐρινύες Epimenid.B 19, θεός Gr.Naz.M.37.408.

Greek (Liddell-Scott)

αἰολόδωρος: -ον, ὁ ποικίλα δῶρα δωρούμενος, Ἐπιμεν. παρὰ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 42.

German (Pape)

viel schenkend, Schol. Soph. O.C. 42.