αἰρικός

Greek (Liddell-Scott)

αἰρικός: -ή, -όν, Διοσκ. 2. 137, ἢ αἴρινος, η, ον, Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 2. 6: ― κατασκευασθεὶς ἐξ αἴρας (αἶρα).

German (Pape)

von Lolch (αἶρα) gemacht, Medic.