αἰσχροδιδάκτης

English (LSJ)

αἰσχροδιδάκτου, ὁ, teacher of shameful things, Man.4.307.

Spanish (DGE)

(αἰσχροδῐδάκτης) -ου, ὁ maestro de cosas vergonzosas Man.4.307.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχροδιδάκτης: -ου, ὁ διδάσκων αἰσχρὰ πράγματα, Μανέθ. 4. 307.

Greek Monolingual

αἰσχροδιδάκτης, ο (Α)
αυτός που διδάσκει αισχρότητες.

German (Pape)

ὁ, Lehrer des Schändlichen, Man. 4.307.