αἰσχρομυθέω

English (LSJ)

= αἰσχροεπέω, of a delirious woman, Hp.Epid.3.17.ιά.

Spanish (DGE)

decir obscenidades de delirantes, Hp.Epid.3.17.11.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρομυθέω: αἰσχροεπέω, ἐπὶ ἀλλογνοούσης, ἤτοι παραφρονούσης γυναικός, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1109.

German (Pape)

[ῡ], = αἰσχρολογέω, Hippocr.