αἰσχρόγελως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, shamefully ridiculous, Man.4.283.
Spanish (DGE)
-ωτος que hace burlas groseras Man.4.283.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρόγελως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ αἰσχρῶς γελοῖος, Μανέθ. 4. 283.
Greek Monolingual
αἰσχρόγελως, -ωτος, ο, η (Α)
ο επονείδιστα γελοίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + γέλως.
German (Pape)
ωτος, schimpflich lächerlich, Man. 4.283.