αἰχμαλωτικός

English (LSJ)

αἰχμαλωτική, αἰχμαλωτικόν, of a prisoner or for a prisoner, E.Tr. 871.

Spanish (DGE)

(αἰχμᾰλωτικός) -ή, -όν
de prisioneros, de cautivos δόμοι E.Tr.871.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de prisonnier de guerre, de captif.
Étymologie: αἰχμάλωτος.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμᾰλωτικός: предназначенный для пленнных (δόμοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμᾱλωτικός: ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871.

Greek Monolingual

αἰχμαλωτικός, -ή, -όν (Α) αἰχμάλωτος
αυτός
που ανήκει ή αρμόζει σε αιχμάλωτο.

Greek Monotonic

αἰχμᾰλωτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για έναν αιχμάλωτο, σε Ευρ.

Middle Liddell

[from αἰχμάλωτος
of or for a prisoner, Eur.

English (Woodhouse)

of captives, of prisoners