αἰωνοχαρής

Greek (Liddell-Scott)

αἰωνοχαρής: -ές, ὁ χαίρων αἰωνίως, Ὕμν. παρὰ Κλήμ Ἀλ. 115.

Spanish (DGE)

-ές
del Hijo que se complace en la eternidad Clem.Al.Paed.3.12.101.