αἱμοφόρος

Spanish (DGE)

-ον
portador de sangre, sangriento δέονται ... καθαρισθῆναι τὰ κατὰ πᾶσαν Αἴγυπτον ὕδατα τῆς αἱμοφόρου μίξεως Eust.Ant.Engast.364.