αὐλακοειδής

English (LSJ)

αὐλακοειδές, furrow-like, γραμμή Eust.598.34.

Spanish (DGE)

-ές en forma de surco, γραμμή Eust.598.25.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλακοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα αὔλακος, Εὐστ. σ. 455. 37.

Greek Monolingual

και αυλακώδης, -ες (Μ αὐλακοειδής και αὐλακώδης, -ες)
αυτός που έχει σχήμα αυλακιού.