αὐλεία

English (LSJ)

ἡ, = αὐλαία, IG5(1).1390.35 (Andania, i B. C.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
arpillera μήτε δέρρεις μήτε αὐλείας IG 5(1).1390.35 (Mesenia I a.C.), v. αὐλαία 1.

Russian (Dvoretsky)

αὐλεία: ἡ Arph. = αὔλειος II.