αὐξιθαλής

English (LSJ)

αὐξιθαλές, (θάλλω) promoting growth, Orph.H.26.3.

Spanish (DGE)

(αὐξῐθᾰλής) -ές
que hace crecer, que hace fructificar, Γαῖα θεά Orph.H.26.3, Δημήτηρ Orph.H.40.10, Ἄδωνις Orph.H.56.6, Ἀσκληπιός Orph.H.67.5.

Greek (Liddell-Scott)

αὐξιθᾰλής: -ές, (θάλλω) ὁ τὴν αὔξησιν προάγων, αὐξιθαλής, φερέκαρπε, καλαῖς ὥρῃσι βρύουσα Ὀρφ. Ὕμν. 26.3.

German (Pape)

ές, das Wachstum befördernd, Orph. H. 25.3 und andere Spätere