αὐτοζήμιος

English (LSJ)

αὐτοζήμιον, self-punished, Hsch. s.v. αὐτόκαρνος.

Spanish (DGE)

-ον que se castiga a sí mismo Hsch.s.u. αὐτόκαρνος.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοζήμιος: -ον, ὑφ’ ἑαυτοῦ τιμωρηθείς, Ἡσύχ. ἐν λέξει αὐτόκαρνος.