αὐτοπάγητος

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπάγητος: [ᾰ], -ον, ἀντὶ αὐτοποίητος, ὡς γράφεται νῦν, Σώφρων παρὰ Πολυδ. Ι΄, 107.