αὐτοστατέω

English (LSJ)

(ἵσταμαι) to be independent, self-sufficient, Ph.1.688.

Spanish (DGE)

ser independiente, bastarse a sí mismo Ph.1.688.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοστατέω: (ἴσταμαι) εἶμαι ἀνεξάρτητος, ἐπαρκῶ ἐμαυτῷ, Φίλων Ι. 688.