αὐτοσχεδά

English (LSJ)

v. αὐτοσχεδόν.

Spanish (DGE)

v. αὐτοσχεδόν.

German (Pape)

[Seite 403] = αὐτοσχεδόν, Il. 16, 319.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. αὐτοσχεδόν.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσχεδά: adv. Hom. = αὐτοσχεδόν.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχεδά: ἴδε αὐτοσχεδόν.

English (Autenrieth)

αὐτοσχεδόν.

Greek Monotonic

αὐτοσχεδά: = αὐτοσχεδόν, σε Ομήρ. Ιλ.