αὐτοφυΐα

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοφυΐα: ἡ, ἡ αὐτόματος ἀνάβλυσις, ἐπὶ πηγῆς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Λιβαν.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
condición natural, origen κριτέον δ' αὐτὰ (ὕδατα) ... πρὸς πλῆθος καὶ αὐτοφυΐαν Men.Rh.349.