αὐτοφόνευτος

English (LSJ)

αὐτοφόνευτον, self-slain, Sch.A.Th.735.

Spanish (DGE)

-ον suicida Sch.A.Th.735b.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοφόνευτος: -ον, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ φονευθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 735.

Greek Monolingual

αὐτοφόνευτος, -ον (Α)
αυτός που έχει αυτοκτονήσει.