αὐτοχειλής

English (LSJ)

αὐτοχειλές, with the natural rim, i.e. in one piece, λήκυθοι S.Fr.138.

Spanish (DGE)

-ές que tiene su propio borde λήκυθοι S.Fr.130.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοχειλής: -ές, ἴδε ἐν λ. αὐτόλιθος.