αὐτόδειπνος

English (LSJ)

αὐτόδειπνον, = αὐτόδαιτος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον que lleva su propia parte al festín Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόδειπνος: -ον, «ὅταν τις κεκλημένος ἑαυτῷ φέρῃ τὰ ἐπὶ δεῖπνον» Ἡσύχ., πρβλ. αὐτόσιτος.

German (Pape)

(δεῖπνον), der sich selbst sein Essen mitbringt, Hesych.