αὐτόσιτος

English (LSJ)

αὐτόσιτον, bringing one's own provisions, Com. of a παράσιτος, Crobyl.I.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
que se lleva su comida παράσιτον αὐτόσιτον Crobyl.1, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόσῑτος: -ον, φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν τροφὴν αὑτοῦ, κωμικῶς ἐπὶ παρασίτου, Κρώβυλ. ἐν «Ἀπαγχομένῳ» 1, πρβλ. Ἀθήν. 47Ε, καὶ ἴδε αὐτόδειπνος.

Greek Monolingual

αὐτόσιτος, -ον (Α)
ειρων. παράσιτος.

German (Pape)

[ῑ], sein Essen zu einem gemeinschaftlichen Mahle mitbringend, Crobyl. bei Ath. II.p. 47e.