βάπτισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, dipping: baptism, J.AJ18.5.2.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
bautismo τὴν βάπτισιν ἀποδεκτὴν αὐτῷ φανεῖσθαι I.AI 18.117, ἐμυήθη τὴν ἱερὰν βάπτισιν Soz.HE 2.34.1, cf. Ath.Al.M.28.725A.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, das Eintauchen, Baden, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

βάπτῐσις: -εως, ἡ, βούτημα· βάπτισμα, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 18.5,2.