βάριον

English (LSJ)

πρόβατον and βάριχοι· ἄρνες (Lacon.), Hsch. (β for ϝ, cf. ἀρήν, ἄριχα.)

Spanish (DGE)

τό
lacon. (por Ϝάρ-) carnero Hsch.
• Etimología: V. ἀρήν.