duel ao.2 poét. de βαίνω.
see βαίνω.
βάτην: [ᾰ], Επικ. αντί ἐβήτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του βαίνω.
βάτην: (ᾰ) и βήτην эп. aor. 3 л. dual. aor. 2 к βαίνω.
βάτην poët. indic. stamaor. 3 dual. van βαίνω.