v. βέομαι.
βέῃ zie βέομαι, βιόω, ζήω.
βέῃ: эп. 2 л. sing. praes. - fut. к βέομαι.
βέῃ: ἴδε ἐν λ. βέομαι.
see βέομαι.
βέῃ: βλ. βέομαι.