βαλάνιον

English (LSJ)

τό,
A decoction of acorns, used as a restorative after drunkenness, Nicoch.15.
2 = βάλανος II.6, Hp. Mul.1.92, Ruf. ap. Orib.8.39, Dsc.4.176.

Spanish (DGE)

(βᾰλάνιον) -ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 infusión de bellotas usada como remedio para la resaca εἰς αὔριον δ' ἀντὶ ῥαφάνων ἑψήσομεν βαλάνιον, ἵνα νῷν ἐξάγῃ τὴν κραιπάλην Nicoch.18.
2 pequeño supositorio ἐλλεβόρου μέλανος τριώβολον τρίψας λεῖα ἐν οἴνῳ μέλανι βαλάνια ποιέειν Hp.Mul.1.78, cf. Steril.221, Ruf. en Orib.8.39.4, Dsc.4.176
torunda para introducir en el oído, Gal.12.656.

German (Pape)

[Seite 428] τό, Eicheltrank, ἑψήσομεν Nicochar. bei Ath. I, 34 e; bei den Aerzten, Pille, eigtl. dim. von βάλανος; Seifenzäpfchen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλάνιον: τό, ἀφέψημα ἐκ βαλανιδίων χορηγούμενον εἰς τὸν μεθύοντα πρὸς ἀνάνηψιν, Νικοχάρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) = βάλανος ΙΙ. 4, Ἱππ. 627. 31., 679, 35, κτλ.