βαλβιδώδης

English (LSJ)

βαλβιδῶδες, with cavities or grooves, Hp.Mochl.1.

Spanish (DGE)

-ες
anat. similar a una βαλβίς, acanalado, con escotadura Hp.Mochl.1, cf. Erot.112.2
glosado como πλατὺ καὶ ἡρμοσμένον Nic. en Erot.112.7.

German (Pape)

[Seite 428] ες, schrankenartig, mit Erhöhungen zu beiden Seiten, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βαλβῑδώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἑκατέρωθεν δύο προεξεχούσας ἄκρας, Ἱππ. Μοχλ. 842.