βαλς

Greek Monolingual

το
είδος χορού καθώς και το μουσικό κομμάτι που προορίζεται για τον χορό σε μέτρο 3 / 4 ή 3 / 8.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. valse < (γερμ.) Walzer].