βαμβακερός
Greek Monolingual
και μπαμπακερός, -ή, -ό (Μ βαμβακερός και βαμπακερός και παμπακερός, -ή, -όν)
1. κατασκευασμένος από μπαμπάκι
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαμβακερά, τα
υφάσματα ή ενδύματα από μπαμπάκι.
και μπαμπακερός, -ή, -ό (Μ βαμβακερός και βαμπακερός και παμπακερός, -ή, -όν)
1. κατασκευασμένος από μπαμπάκι
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαμβακερά, τα
υφάσματα ή ενδύματα από μπαμπάκι.