= βαρουλκός, ἡ β. Tz.H.2.155.
v. βαρυουλκόν.
[Seite 434] ὁ, = βαρουλκός.
βᾰρυολκός: -όν, ὁ ἐγείρων βάρος, ἡ β., μηχανὴ πρὸς τοῦτον τὸν σκοπόν, Τζετζ. Ἱστ. 2. 155, κτλ.· πρβλ. βαρουλκός.
βαρυολκός, η (Μ)το βαρούλκο.