βαρυπεψία

Greek (Liddell-Scott)

βαρυπεψία: ἡ, δυσπεψία, δυσκολία περὶ τὴν πέψιν, Ἑρμῆς Τρισμέγ. Ἰατρομαθ. 50.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
digestión pesada, indigestión ἔσται ἡ καταρχὴ τῆς νόσου ἀπὸ ἐμέτων καὶ χολέρας ἢ βαρυπεψίας Corp.Herm.ad Amm.395.22.