βαρυπνείων
English (LSJ)
οντος, blowing fiercely, ἀῆται Musae.216,309.
Spanish (DGE)
(βᾰρυπνείων) -οντος que sopla fuertemente ἀῆται Musae.216, 309.
Greek Monolingual
βαρυπνείων, ο (Α)
φρ. «βαρυπνείοντες ἀῆται» — άνεμοι που φυσούν δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνείω, ποιητ. τ. του πνέω.