Doric fut. = βήσομαι, of βαίνω.
βᾱσεῦμαι: Δωρ. αντί βήσομαι, μέλ. του βαίνω.
βᾱσεῦμαι: Theocr. fut. к βαίνω.
dor. fut. zu βαίνω, Theocr. 2.8.