βασεῦμαι

English (LSJ)

Doric fut. = βήσομαι, of βαίνω.

Greek Monotonic

βᾱσεῦμαι: Δωρ. αντί βήσομαι, μέλ. του βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

βᾱσεῦμαι: Theocr. fut. к βαίνω.

German (Pape)

dor. fut. zu βαίνω, Theocr. 2.8.